Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εἶδος ἱέρακος

См. также в других словарях:

  • PIPIO — Graece πίπος avis pullus: sicut ex βάμβαλος bambalio, ex ἄρδαλος seu ardelio, ex λίνυφος linyphio, orta. Apud Lamprid. in Alexandro Seu. c. 41. pipiones. palumbini sunt pulli, ut pulliceni, gallinacei et pavonini: Nam aviaria instituerat pavorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πέρνις — ιδος, η, Ν ζωολ. μεγαλόσωμο αρπακτικό πουλί τής οικογένειας accipitridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pernis σχηματισμένο από το ελλ. πτέρνις «είδος ιέρακος»] …   Dictionary of Greek

  • σπερχνός — ή, όν, Α 1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.) 2. (για νόσο) βαρειάς μορφής 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος» 4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν ορμητικά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φαλακτόνοιο — Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος» …   Dictionary of Greek

  • σίττος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος γλαυκὸς ἢ ἱέρακος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σίττη] …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»